- περιαρτηρίτιδα
- ηιατρ.1. φλεγμονώδης αντίδραση τού έξω χιτώνα τών αρτηριών και τού ιστού που τίς περιβάλλει2. φρ. «οζώδης περιαρτηρίτιδα» — βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας η οποία προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το νευρικό σύστημα, προκαλώντας μεγάλη αλλοίωση τής γενικής κατάστασης τού ασθενούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periarteritis < περι-* + αρτηρία].
Dictionary of Greek. 2013.